εμπειρισμός

εμπειρισμός
ο эмпиризм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εμπειρισμός" в других словарях:

  • εμπειρισμός — Φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ότι πηγή κάθε γνώσης και κριτήριο της αλήθειας είναι η εμπειρία και τα άμεσα δεδομένα της, ενώ απορρίπτει την ιδέα ότι η γνώση μπορεί να καθοριστεί με αφετηρία την ανάλυση των λογικών κατηγοριών και μόνο. Έτσι,… …   Dictionary of Greek

  • εμπειρισμός — ο 1. το να είναι κανείς εμπειρικός (βλ. λ.) ή το να γίνεται κάτι με την πείρα μόνο, χωρίς επιστημοσύνη. 2. (φιλοσ.), η εμπειριαρχία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Empirismus — Der Empirismus (griechisch εμπειρισμός, von der Empirie, bzw. lateinisch empiricus ‚der Erfahrung folgend‘) ist eine erkenntnistheoretische Grundposition, der zufolge alle wahren Erkenntnisse aus der Sinneserfahrung, der Beobachtung oder dem …   Deutsch Wikipedia

  • Empirist — Der Empirismus (griechisch εμπειρισμός, von der Empirie, lateinisch experientia die Erfahrung) ist eine erkenntnistheoretische Richtung in der Philosophie und Psychologie, die alle Erkenntnisse aus Sinneserfahrungen ableitet. Der Empirismus steht …   Deutsch Wikipedia

  • Liste der Philosophen — …   Deutsch Wikipedia

  • Neupositivismus — Der Empirismus (griechisch εμπειρισμός, von der Empirie, lateinisch experientia die Erfahrung) ist eine erkenntnistheoretische Richtung in der Philosophie und Psychologie, die alle Erkenntnisse aus Sinneserfahrungen ableitet. Der Empirismus steht …   Deutsch Wikipedia

  • Zeittafel zur Philosophiegeschichte — Die nachstehende Zeittafel zur Philosophiegeschichte ist eine zeitlich geordnete Liste ausgewählter Philosophen. Sie ermöglicht eine Schnellorientierung zur Geschichte der Philosophie. Zur Einführung in philosophisches Denken ist die Zeittafel… …   Deutsch Wikipedia

  • ελευθέρια — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …   Dictionary of Greek

  • ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …   Dictionary of Greek

  • νεοθετικισμός — Ευρεία φιλοσοφική κίνηση, που άρχισε κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο στην Αυστρία και στη Γερμανία και διαδόθηκε κατόπιν με ποικίλες κατευθύνσεις κυρίως στις αγγλόφωνες χώρες. Συνώνυμες έννοιες είναι ο λογικός εμπειρισμός, λογικός θετικισμός …   Dictionary of Greek

  • ριζοσπαστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ριζοσπάστη ή στον ριζοσπαστισμό («ριζοσπαστικό κόμμα») 2. φρ. «ριζοσπαστικός εμπειρισμός» (φιλοσ.) θεωρία τής γνώσης και τού όντος, η οποία διατυπώθηκε από τον Αμερικανό πραγματιστή φιλόσοφο και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»